- πολυλογεῖς
- πολυλογέωtalk muchpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκατίζω — 1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου 2. αποδεκατίζω 3. δεκατιάζω 4. μετρώ ανά δέκα 5. μετρώ, καταμετρώ 6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856… … Dictionary of Greek